ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΪΤΑΝΗΣ: Ο ΤΣΟΛΙΑΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ ΄40!

ΣΠΑΕΙ
0
   Ένας τσολιάς αναχαίτισε μόνος του τους Ιταλούς! Αν δεν ήταν ο τσολιάς αυτός, ολόκληρος ο νευραλγικός τομέας του μετώπου θα είχε καταρρεύσει. Η Ελλάς θα χανόταν. Αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή. Θα φθάνανε στην Αθήνα!
   Οι Ιταλοί....φθάσανε στο Καλπάκι. Η πίεση από τον όγκο του εχθρού ήταν αφόρητη. Οι καημένοι οι Έλληνες αμυνόταν με ό,τι διέθεταν: με λιανοτούφεκα, με όλμους, με πυροβολικό και με αντιεροπορικά ακόμη που τα χρησιμοποιούσαν "δι' ευθείαν βολήν". Ο θρυλικός Κωστάκης (σ.σ. Ταγματάρχης Δημήτριος Κωστάκης, ο φοβερός κεραυνός του '40) που φύτευε τις οβίδες του στα καζάνια των Ιταλών,
έκανε θραύση από την Ιερατική Σχολή της Βελλάς με το πυροβολικό του και από το Μοναστήρι των Ασπραγγέλων με το "βαρέο" του.

   Σαν να μην έφθαναν οι αλλεπάλληλες και λυσσώδεις επιθέσεις του εχθρού, να σου και ένας καταραμένος προδότης Κουτσόβλαχος. Αυτός, σαν άλλος Εφιάλτης, οδηγούσε τους Ιταλούς να περάσουν από την αφύλαχτη στενωπό της Καραμπάλας. Θα υπερφαλάγγιζαν έτσι το Καλπάκι. Θα ξεχύνονταν στον κάμπο των Σουδενών και έφθαναν στην Αθήνα να πάρουν καφέ στην πλατεία Συντάγματος, όπως έλεγαν.
   Ευτυχώς το Στρατηγείο τους αντελήφθη και στέλλει τους τσολιάδες του Μεσολογγίου εναντίον τους. Το 3ο Τάγμα περνά την στενωπό και βαδίζει ανύποπτο στις υπώρειες προς συνάντηση του εχθρού, τον οποίο νόμιζε πολύ μακριά. Αλλά ο εχθρός βάδιζε από πάνω τους στην κορυφογραμμή. Πήγαινε για να καταλάβει τη δίοδο. Και αρχίζει αιφνιδιαστικά να βάλει κατά του Ελληνικού Στρατού.
   Οι Αξιωματικοί, παλληκάρια όλοι τους, αρπάζουν μόνοι τους τα οπλοπολυβόλα  και ορμούν κατά του εχθρού. Σκοτώνονται δυστυχώς, με πρώτο τον Χόρμοβα, τον Λοχαγό και έτσι μένουν ακέφαλοι οι Έλληνες.

  Αϊ! λοιπόν, στην κρίσιμη αυτή στιγμή εμφανίζεται ο τσολιάς Γιώργος Γαϊτάνης. Αυτός με την αξιοθαύμαστη πρωτοβουλία του, σώζει την κατάσταση.
   'Ηταν από ένα χωριό της Ορεινής Τριχωνίδας, την Ανάληψη. Ήταν συγχωριανός μου και γι΄ αυτό τον γνώριζα από μικρό και καλά.
   Τσοπάνος ήταν και ως άξεστο τον είχαν όλοι. Αυτός όμως μέσα του έκρυβε ηρωική καρδιά. Ο δάσκαλός του δεν ήταν από εκείνους "τους προοδευτικούς που δεν θέλουν θρησκεία και πατρίδα στα παιδιά μας". Του είχε εμπνεύσει τη φιλοπατρία. Και τώρα, που κινδυνεύει η πατρίδα και οι σφαίρες πέφτουν  τριγύρω του βροχή, αρπάζει ένα οπλοπολυβόλο. Κάνει το σταυρό του. Σηκώνει το κεφάλι ψηλά. Κοιτάζει τριγύρω. Φυσομανάει σαν μανιασμένο λιοντάρι και φωνάζει με φωνή Αίαντος:
   - Ο Λουχαός ορέ. Πούν είναι ο λουχαός;
   Ο Λοχαγεύων, ένας έφεδρος απειροπόλεμος, είχε προφυλαχθεί, προς στιγμήν, ανάμεσα σε δύο πέτρες. Τον ανακαλύπτει.
   - Ντροπή σου, ορέ. Τι καν΄ς ιδώ ουρέ! Τι μ΄ τάλιγες τότε στου Μισουλόγγι, στου πιδίου ασκήσιουν; Ιδώ σι θέλω. Αν είσι γ'ναίκα να φουρέσεις φουστάνια. Κι αν είσαι άντρας, μπροστά να πουλεμήσουμι.
   Ο Λοχαγός, από την ντροπή του, όρμησε με το πιστόλι εναντίον των εχθρών. Οι ηρωικοί τσολιάδες, κάιτοι ακέφαλοι, με την λόγχη τους μόνον και την φωνή "αέρα" απώθησαν τον εχθρό ως τις θέσεις των πυροβόλων του.
   Επειδή όμως δεν είχαν αξιωματικούς και δεν είχαν ξαναδεί πώς ήσαν οι Ιταλοί, χτυπιόνταν αναμεταξύ τους. και επειδή πλησίασε κιόλας η νύχτα, επέστρεψαν για την αφετηρία τους.

   Οι Ιταλοί όμως, μόλις τους είδαν να υποχωρούν, τους πήραν από κοντά. Ήθελαν, με κάθε θυσία, να καταλάβουν την στενωπό. Και θα την καταλάμβαναν ασφαλώς. Θα γινόντουσαν τότε κύριοι  της καταστάσεως, θα χύνονταν στον κάμπο των Σουδενών, θα υπερφαλάγγιζαν το αμυνόμενο Καλπάκι. Θα έπεφτε η Ελλάδα! Αλλά τότε αλοίμονο!...
   Στην κρίσιμη αυτή στιγμή σώζει την κατάσταση ο Γιώργος. Αυτός δεν οπισθοχωρεί. Κάθισε πίσω  από ένα θάμνο με το οπλοπολυβόλο του. Ο εχθρός ήταν στα 300 μέτρα και ο αξιωματικός τους λέγει:
   - Ρίξε τους σου λέγω και να πάμε. Θα μας πιάσουν.
   - Ιγώ δεν φεύγου σούπα. Αν σκιάζισι συ άιντε.
   Ο εχθρός έφτασε στα 100 μέτρα και ο αξιωματικός, που αγκιστρώθηκε εκεί του τονίζει επίμονα.
   -Ρίξε τους, μωρέ, και θα μας πιάσουν στα χέρια. Ακούς!
   -Ορέ, συ μ΄ γίνηκες απόψε τσάμικους ταμπάκους. Μι ξιφουρτώνισι σ΄ λέου ή όχι!
   Οι Ιταλοί είναι στα 50 μέτρα. Ο αξιωματικός δεν ξέρει τι να κάνει με την ξεροκεφαλιά του Γιώργου. Πάει να του φύγει το μυαλό...
   - Βρε, για όνομα του Θεού, του λέγει σιγανά, ρίξε τους. Μας έπιασαν. Τι κάθεσαι;
   - Παβ' ς σ' λέου, ή δεν πάβ' ς. Θα του γυρίσου του όπλου κατά σένα..
   Ο τσολιάς είχε το σχέδιό του. Τους άφησε και ήλθαν στα 20 μέτρα. Και τότε τους έριξε με την ψυχή του. Οι Ιταλοί δεν τον περίμεναν και "όπου φύγει - φύγει". Νόμισαν, ότι βρέθηκαν πρι επιτελικού σχεδίου του Ελληνικού Στρατηγείου. Και πού να ήξεραν, ότι ήταν μόνος του ο Γιώργος!
   Η αναχαίτιση αυτή έσωσε την κατάσταση. Διότι δεν κατόρθωσαν οι Ιταλοί να καταλάβουν την στενωπό εκείνη τη νύχτα! Πρόλαβε δε στο μεταξύ, να διέλθει απ' αυτή το 2ο Τάγμα, που ερχόταν για ενίσχυση.

   Κάνει την επίθεση στις 2 τη νύχτα. Θεέ μου. Τι γιγαντομαχία ήταν εκείνη! Οι Ιταλοί αμύνονταν σκληρά, αλλά οι ηρωισμοί των Ελλήνων ήταν άφθαστοι. Οι Αξιωματικοί μας δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους Τσολιάδες. "Μη" τους έλεγαν. Αλλά αυτοί, σαν αέρινοι, πηδούσαν στα χαρακώματα των Ιταλών, που είχαν ανοίξει προχείρως. Ήσαν μανιασμένοι και ασυγκράτητοι, γιατί άδικα μας επιτέθηκαν και γιατί προσέβαλαν την μνήμη της Παναγίας μας, τορπιλίζοντας στην γιορτή της στην Τήνο, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, την "Έλλη" μας.
   Ο Γιώργος έκανε θραύση με το πολυβόλο του. Τον είδα την τέταρτη ημέρα, που κόπασε  η μάχη. Ήταν, απ΄τους καπνούς της μάχης, κατάμαυρος σαν αράπης και μόνο τα σπινθηροβόλα του μάτια γυάλιζαν.
   - Θα τ'ς φάμε τ'ς κουκουρόφτερους - μου λέει. Θα τ'ς πετάξουμι στ' θάλασσα, για να μάθ'νι  τι ιστί Έλληνες.

   Μαχόμενος στην πρώτη πάντοτε γραμμή, έφθασε στο Τεπελένι. Σε μια μάχη όμως στο ύψωμα 1720 ένα βλήμα όλμου του χτύπησε το σακκίδιο ανταλλακτικών και χώθηκε στην πλάτη του.
   - Δοξασμένους νάσαι Θεούλη μ' έλεγε, που χτύπ΄σι του σακκίδιου και κρύουσι κι κατόπι χτύπ΄σι ιμένα. Γιατι θα με πάγινε στουν τόπου.
   Ο γιατρός του επέδεσε το τραύμα και τον έστελνε πίσω στο Νοσοκομείο.
   -Γιατί μι στέλν'σ πίσου. Ιγώ δεν πάου πίσου. Θα κάτσου ιδώ να πολεμήσου.
   - Θα πας να σου βγάλουν το βλήμα, του λέγει ο γιατρός.
   - Ισύ δεν έχ'ς ένα σουγιά, να του ανοίξ'ς και να του βγάλ'ς και να πάου στη δουλειά μ'; Τι γιατρός μου ΄σαι τότε;
   - Βρε, είναι βαρύ το τραύμα. Θα πεθάνεις! Το καταλαβαίνεις;
   -Ιδώ ήρθαμε να πολεμήσουμι για την πατρίδα  κι να πιθάνουμι. Δεν ήρθαμι περίπατου, κι να πάμι πίσου!
   - Τσακίσου, και πήγαινε στο Νοσοκομείο, του λέγει ένας αξιωματικός, τον οποίο σέβονταν, δίνοντάς του συγχρόνως στα πόδια και μια-δυο με ένα μαστίγιο. Έτσι εδέησε να γυρίσει στην Αθήνα. Καθ΄ όλον δε το υπόλοιπο διάστημα του πολέμου νοσηλεύονταν στο Νοσοκομείο....

...Αυτός λοιπόν ο ήρωας, ο οποίος έσωσε την Ελλάδα και του οποίου η προτομή θα έπρεπε να κοσμεί το Κοινοβούλιο των Ελλήνων, όχι μόνον παραμένει άγνωστος, αλλά ούτε μικρή σύνταξη έλαβε, καθ΄ ην στιγμή πολλοί δειλοί και άνανδροι καταφέρνουν και συνταξιοδοτούνται πλουσιοπάροχα.
   Αλλ΄ η Ελλάδα εφ΄ όσον γεννά Κυνέγειρους και Αθανάσιους Διάκους και Γιώργηδες, δεν πεθαίνει! 
ΣΠΑΕΙ   (από το βιβλίο "Το θαύμα των Ελλήνων του Σαράντα" του Αρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλόπουλου, Προηγουμένου Ι. Μονής Ασωμάτων Πετράκη, Εκδόσεις "Ορθοδόξου Τύπου", Αθήναι 1980)

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου (0)